Greek > English |
μεγάλος |
1. adj. big, large, great (of greater than average size) |
Γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που έχεις. - Grandma, what big teeth you have. |
Η αδερφή μου έχει μεγάλη αδυναμία στα γλυκά. - My sister has a great weakness for sweets. |
2. adj. tall, high (of greater than average height) |
Έκοψαν τα μεγάλα δέντρα. - They cut down the tall trees. |
3. adj. big, great (of greater than average intensity) |
Στο πρόσωπό του φαινόταν μεγάλη χαρά. - One could see great happiness on his face. |
Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το νέο της βιβλίο. - There's a big interest in her new book. |
4. adj. long (of greater than average length of time) |
Το καλοκαίρι οι μέρες είναι μεγάλες ενώ τον χειμώνα είναι μικρές. - In the summer the days are long, while in the winter they're short. |
5. adj. adult, grown-up (having reached the adult age) |
Στο κύριο τραπέζι, κάθονται μόνο οι μεγάλοι. - Only the adults sit at the main table. |
6. adj. old, elderly (having reached an advanced age) |
Ο πατέρας μου είναι μεγάλος άνθρωπος και δεν περπατάει καλά. - My father is an old man and doesn't walk very well. |
7. adj. big, great (important, superior or famous) |
Αύριο είναι η μεγάλη μέρα. - Tomorrow is the big day. |
Η λίστα των μεγάλων Ελλήνων. - The list of great Greeks. |
Πέθανε χτες ο μεγάλος συγγραφέας. - The great author died yesterday. |
8. adj. (typography, of letters) uppercase, capital |
Το όνομά μου να γράφει με μεγάλα γράμματα. - My name is to be written in capital letters. |